Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τό αμπέλι κάνει πολύ

  • 1 πρά(γ)μα

    τό
    1) вещь;

    θαυμάσιο πρά(γ)μα — отличная вещь;

    2) урожай;

    τό αμπέλι κάνει πολύ πρά(γ)μα. — виноградник даёт богатый урожай;

    3) товар;
    4) дело; происшествие, событие;

    μ6*ς είπε πώς έγινε το πρά(γ)μα — он нам рассказал, как было дело;

    τό πρά(γ)μα έφτασε μέχρι... — дело дошло до...;

    τί πρά(γ)μα; — что такое?, в чём дело?;

    σπουδαίο (τό) πρά(γ)μα! — подумаешь, какое важное дело!;

    αυτό είναι άλλο πρά(γ)μα — это другое дело;

    5) факт;
    θέλω πράγματα κι' όχι παραμύθια мне нужны факты, а не сказки; 6) πλ. вещи, багаж; άφησε τα πράγματα στο σταθμό он оставил вещи на вокзале; 7) πλ. дела, положение; обстоятельства; τα πράγματα δεν πάνε καλά дела неважные; όταν αλλάξουν τα πράγματα когда изменится положение; τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά обстоятельства сложились благоприятно; 8) занятие, дело; τα δημόσια πράγματα общественные дела; государственные дела; αυτός ανακατεύεται σε πολλά πράγματα он берётся за многие дела; 9) πλ. поведение, поступки; τί πράγματα είναι αυτά; разве можно так поступать (так себя вести)?; 10) элемент, составная часть; από τί πράγματα αποτελείται; из чего это состоит?; 11) женский половой орган; 12) πλ. скот;

    § πρά(γ)μα καθ' εαυτό — филос, вещь в себе;

    είμαι στα πράγματα быть у власти;

    τί πρά(γ)μα είναι αυτός; — что он за человек?;

    κάθε πρά(γ)μα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αδγουστο — погов, всякому овощу своё время

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρά(γ)μα

  • 2 πρά(γ)μα

    τό
    1) вещь;

    θαυμάσιο πρά(γ)μα — отличная вещь;

    2) урожай;

    τό αμπέλι κάνει πολύ πρά(γ)μα. — виноградник даёт богатый урожай;

    3) товар;
    4) дело; происшествие, событие;

    μ6*ς είπε πώς έγινε το πρά(γ)μα — он нам рассказал, как было дело;

    τό πρά(γ)μα έφτασε μέχρι... — дело дошло до...;

    τί πρά(γ)μα; — что такое?, в чём дело?;

    σπουδαίο (τό) πρά(γ)μα! — подумаешь, какое важное дело!;

    αυτό είναι άλλο πρά(γ)μα — это другое дело;

    5) факт;
    θέλω πράγματα κι' όχι παραμύθια мне нужны факты, а не сказки; 6) πλ. вещи, багаж; άφησε τα πράγματα στο σταθμό он оставил вещи на вокзале; 7) πλ. дела, положение; обстоятельства; τα πράγματα δεν πάνε καλά дела неважные; όταν αλλάξουν τα πράγματα когда изменится положение; τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά обстоятельства сложились благоприятно; 8) занятие, дело; τα δημόσια πράγματα общественные дела; государственные дела; αυτός ανακατεύεται σε πολλά πράγματα он берётся за многие дела; 9) πλ. поведение, поступки; τί πράγματα είναι αυτά; разве можно так поступать (так себя вести)?; 10) элемент, составная часть; από τί πράγματα αποτελείται; из чего это состоит?; 11) женский половой орган; 12) πλ. скот;

    § πρά(γ)μα καθ' εαυτό — филос, вещь в себе;

    είμαι στα πράγματα быть у власти;

    τί πρά(γ)μα είναι αυτός; — что он за человек?;

    κάθε πρά(γ)μα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αδγουστο — погов, всякому овощу своё время

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρά(γ)μα

См. также в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»